Δε θα τους συνηθίσω ποτέ τους Γερμανούς. Έχουνε πολλά καλά, δε λέω. Αλλά κάποια πράγματα είναι άνω ποταμών. Σου δίνουν στα νεύρα.
Ξαφνικά μπροστά μας είναι ένα παιδάκι μέχρι δυόμισι χρονών, με ένα ποδηλατάκι χωρίς πετάλια και το κρανάκι του. Εκεί που το κάνω χάζι, ανακαλύπτω ότι πίσω του δεν είναι κανένας! Είναι ολομόναχο! Φρικάρω. Είμαι έτοιμη να κάνω πλονζόν στην άσφαλτο για να το σώσω με το δεξί χέρι ενώ με το αριστερό θα κρατάω το δικό μου παιδί, στην περίπτωση που πεταχτεί στο δρόμο και παράλληλα σκανάρω τους μπροστινούς του να δω ποιος αναίσθητος είναι ο γονιός του.
Αντιλαμβάνομαι ότι κανείς από τους μπροστινούς δεν είναι η μάνα ή ο πατέρας του παιδιού. Η μαμά του βρίσκεται 30 μέτρα μπροστά παρέα με έναν σκύλο τον οποίο κρατάει σφιχτά με φροντίδα από το λουρί, και του λέει γλυκόλογα και μόλις τώωωωρα γύρισε το κεφάλι της βαριεστημένα να δει που είναι ο μικρός, φωνάζοντας "kommen". Τι κόμεν ρε;
Οταν το παιδάκι φτάνει στην άκρη του δρόμου, κι είμαι έτοιμη να χυθώ θεαματικά με κίνδυνο της ζωής μου, να το πάρω στην αγκαλιά μου, του λέει απλά "nein"! Και αυτό κοκαλώνει αυτόματα! το παιδάκι δεν πρόκειται να κατέβει από το πεζοδρόμιο ακόμα κι αν το κυνηγάει λυσσασμένος σκύλος!!! Συνεχίζει πειθήνια σαν στρατιωτάκι να προχωράει εκεί που του λένε και κυρίως να σταματάει. Έχω εκστασιαστεί.
Προφανώς η μαμά και κάθε Γερμανίδα μαμά δεν έχει την παραμικρή έννοια και φόβο αν το παιδάκι θα πεταχτεί στο δρόμο, αν θα στρίψει αλλού, αν θα φοβηθεί που δεν τη βλέπει, αν θα το βουτήξει κανείς από πίσω.
Αφού καταπίνω την έκπληξή μου, σφίγγω πιο πολύ το χέρι του γιου μου και μου λέει: "Αουτς". Μαθαίνω ότι το περίφημο γερμανικό σύστημα διαπαιδαγώγησης που όλοι θαυμάζουμε, δεν έχει τιμωρίες και βασίζεται στο "επειδή έτσι το λέω εγώ". Τα παιδιά άλλωστε δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Και κάποια στιγμή, πολύ νωρίς, θα πάψουν να ρωτάνε "γιατί". Λένε πως τα παιδιά έχουν γύρω στα 400 “γιατί“ την ημέρα. Οχι όλα. Κάποια το έχουν κόψει εντελώς από ό,τι φαίνεται.
Βέβαια, πάντα υπάρχει το ερώτημα, εφόσον υπεραμύνονται του συστήματός τους (όλοι ξέρουμε τις περίφημες Γερμανίδες νταντάδες) για ποιο λόγο άραγε -εκτός από τον προφανή της ...γεύσης- προτιμούν τα ελληνικά εστιατόρια να πάνε με τα παιδιά τους;
Ολοι παραδέχονται ότι τα ελληνικά εστιατόρια είναι "φιλικά προς τα παιδιά". Σε γερμανικό εστιατόριο δεν μπορούν να μιλάνε υψηλόφωνα και να σηκώνονται από το τραπέζι. Κάθονται Παναγίτσες. Ακόμα και τα μωράκια τα έχουν σε πλήρη ησυχία κι αν κλάψει κανένα οι γονείς κοιτάνε γύρω γύρω με ένοχο βλέμμα...
Στα δικά μας εστιατόρια όμως, κανείς Ελληνας εστιάτορας ή σερβιτόρος δεν θα στραβώσει αν δει παιδάκια να τρέχουν γύρω γύρω. Θα τα κεράσει καμμιά λιχουδιά αν τα καταφέρουν να φτάσουν ως την κουζίνα ψάχνοντας και θα τα στείλει γελώντας στη μάνα τους. Εχουμε συνηθίσει τις παιδικές φωνούλες και μας αρέσουν. Δεν ενοχλούμαστε ούτε στραβοκοιτάμε τα παιδιά. Εχουνε να το λένε οι Γερμανοί. παρ' όλα αυτά, επιμένουν στο καταπληκτικό "σύστημά" τους.
Ετσι, τα παιδιά μαθαίνουν από πολύ μικρά απλώς να εκτελούν την οδηγία, εφόσον αυτή είναι η σωστή που τους έχει δοθεί από τον ανώτερο. Πρώτα από τη μαμά και τον μπαμπά, μετά τη δασκάλα, το αφεντικό, τον υπάλληλο στην δημόσια υπηρεσία, όποιον έχει χαρτί “ειδικού”, την κυβέρνηση. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μαθαίνουν τις οδηγίες και κανείς δεν τις αμφισβητεί, ούτε αναρωτιέται.
Σίγουρα, αυτός που έφτιαξε τις οδηγίες ξέρει καλύτερα. Το μάνιουαλ αποκλείεται να είναι λάθος. Και για όλα υπάρχει μάνιουαλ και σχετική εκπαίδευση. Ετσι, αν λέει ότι για να πας απέναντι πρέπει να περάσεις χωρίς λόγο, ζιγκ ζαγκ ένα χωράφι τραγουδώντας το “χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ” στα γερμανικά, χορεύοντας παράλληλα μπρεϊκ ντανς, αυτό και θα κάνουν. Δεν θα αναρωτηθεί κανείς: Συγγνώμη, αυτό εξυπηρετεί κάτι ή είναι απλώς ηλίθιο?
Από την άλλη δεν νομίζω ότι υπάρχει Ελληνάκι που να του λες “όχι, μην πας από κει” και να μη σου πετάξει στα μούτρα “γιατί?” και μάλιστα η απάντηση θα πρέπει να το ικανοποιεί. δεν μπορείς να το ξεφορτωθείς με ένα "γιατί έτσι".
- Γιατί μπορεί να σε πατήσει κάνα αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να σε κλέψει κάποιος κακός άνθρωπος, γιατί θα χτυπήσεις, γιατί δεν είναι ασφαλές να περπατάμε στο δρόμο, γιατί το σπίτι μας είναι από δω.
- Κι από δω τι είναι; θα σου πει. Και πρέπει να απαντήσεις αν δεν θέλεις τις τσιρίδες του να ακουστούν ως την Ολλανδία. Και όσα "όχι" και να πεις θα πάνε στο βρόντο. Αυτό θα πεταχτεί στο δρόμο οπωσδήποτε επειδή είδε κάτι ενδιαφέρον. Η απλώς για να σε κάνει να τσιρίξεις. Κι εσύ πρέπει να είσαι από πίσω να προλάβεις το πιάσεις. Όχι από μπροστά.
Τους θαυμάζω όμως ειλικρινά που μπορούν και επιβάλλονται έτσι στα παιδιά τους. Σχεδόν ολική καταστολή... Μια Γερμανίδα δασκάλα του Δημοτικού μου έχει πει ότι το σύστημα αυτό είναι της Μητέρας Φύσης. Όπως η πάπια πάει μπροστά και και δείχνει το δρόμο και τα παπάκια όλα ακολουθούν στη σειρά, έτσι και η μαμά πάει (πολύ) μπροστά, τη βλέπει το παιδάκι και την ακολουθεί.
Θαύμασα την σοφία αυτή.
Κι ετσι, χτες, σε έναν σχετικά ασφαλή πεζόδρομο με σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα που πηγαίνουν απαράβατα το ανώτερο με 30 km/h, τράβηξα με αυτοπεποίθηση μπροστά και έδωσα σαφή εντολή του μικρού να με ακολουθήσει. Μετά από 20 δευτερόλεπτα, έριξα μια ματιά πίσω, και ω του θαύματος! ερχόταν τρεχάτος! Χαμογέλασα. Αχα! Αυτό είναι το κόλπο! Αντί να τον κυνηγάω, να με κυνηγάει αυτός! Μπράβο γερμανούχτεν!
Μετά από άλλα 10 ρίχνω μια δεύτερη. Εξαφανίστηκε! Δεν είναι πουθενά! Κοψοχόλιασα, έχασα κάθε τουπέ και ύφος κι άρχισα να στριγγλίζω:
- Διομήδη! Διομήδη που είσαι; Εμφανίσου αμέσως! Θα σου μαυρίσω τον πισινό άμα σε βρω! Θα σου κάνω, θα σου ράνω... Βοήθειααα... πως διάολο λένε τη βοήθεια στα γερμανικά; Χίλφε... Χίλφε... Χελπ καλέ!
Η καρδιά μου πήγε στην Κούλουρη. Πως είναι δυνατόν να είμαι τόσο ηλίθια; τα παιδάκια αυτά είναι εκπαιδευμένα! Το έχουν στο αίμα τους, στο DNA τους. Κι οι γονείς τους εκπέμπουν κάτι που λέει: “Βγάλτα πέρα μόνος σου. Τριών χρονών είσαι, πόσο θα σε νταντεύω;” Τα δικά μας δεν είναι έτσι όμως!
Ο μικρός άφαντος και φωνή καμμία. Στα πρόθυρα του εγκεφαλικού κοίταζα σε ένα ένα τα σπίτια και έχωνα το κεφάλι μου στις πόρτες και τους φράχτες, ώσπου τον βρίσκω σε ένα παράπλευρο δρομάκι πάνω από ένα σιντριβάνι να το κοιτάει θυμωμένος με τα χέρια πίσω.
Το μυαλό μου δεν χωρούσε πότε πρόλαβε να φτάσει εκεί. Γιατί όταν λέμε 10 δευτερόλεπτα έκανα να κοιτάξω πίσω, σημαίνει να μετρήσεις σταθερά μέχρι το 20. Αρα, δεν έκανα ούτε δέκα δευτερόλεπτα να γυρίσω να κοιτάξω. Μπορεί να ήταν και πέντε. Μόνο με το διακτινισμό του Σποκ θα μπορούσε να το πετύχει να εξαφανιστεί έτσι. Τον πιάνω και δεν ήξερα τι να πρωτοκάνω. Να φωνάζω; Να του ρίξω την απειλούμενη ψεύτικη σφαλιάρα στον πωπό; Τι φταίει το παιδάκι αν η μάνα του είναι βλαμμένη και κάνει πειράματα; να τον αγκαλιάσω και να τον συγχαρώ που είναι καλά; Ναι. Αυτό.
- Με τρόμαξες. Του είπα. Γιατί πήγες από κει ενώ εγώ πήγαινα από την άλλη;
- Δεν πήγα από δω! Εσύ έφυγες και εγώ πήγα σπίτι! Αφού έφυγες! Γιατί έφυγες;
- Δεν έφυγα αγάπη μου, σου έδειχνα το δρόμο!
- Μα άφησες το χέρι μου!
- Μα αφού σου αρέσει να πηγαίνεις μόνος! Δεν θέλεις να σου κρατάω το χέρι...
- Οχι να μην έφευγες, και να άφησες μόνο το παιβάκι σου! Που είναι μόνο του! Και να πας αλλού! (Δάκρυα και μπερδεμένα λόγια...)
- Συγγνώμη.
- (δαχτυλάκι υψωμένο και φωνή τσιριχτή:) Είπαμε εκατό φορές, μένουμε μαζί με την 'κογένειά μας. Αφησες την 'κογένειά μας! Μπορεί να σε πάρει κανένας κακός!
- Αγάπη μου, τις μανούλες δεν μπορεί να τις πάρει ο κακός γιατί είναι μεγάλες. (“Τι ψεμματάρα! Τι του λες του παιδιού βλακείες;” σκέφτηκα από μέσα μου). Φοβήθηκες αγάπη μου;
- Οχι.
- Η μανούλα δεν θα σε αφήσει μόνο σου ποτέ. Μόνο όταν θα το θέλεις εσύ.
- Εντάξει, άσε με τώρα. ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ! ΟΧΙ ΜΑΚΡΙΑ!
Μετά το πανέξυπνο πείραμά μου, που έχασα 10 χρόνια από τη ζωή μου από την τρομάρα μου, σκέφτηκα ότι είναι και στη φτιαξιά κάθε λαού μερικά πράγματα. Στη μενταλιτέ του. Μας κατηγορούν ότι είμαστε πολύ παρεμβατικοί σαν γονείς. Κάθε Ελληνας θα σου πει ότι η μάνα του κι ο πατέρας του χώνονται στα προσωπικά, τα επαγγελματικά και τα οικογενειακά του και είναι κατά 99% αλήθεια.
Μπορεί τα παιδιά να φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους μόνο όταν είναι να σπουδάσουν ή να παντρευτούν και σχεδόν για κανέναν άλλο λόγο, μπορεί να τρέχουν από τα πέρατα του κόσμου τα Χριστούγεννα και το Πάσχα για να τα περάσουν οικογενειακά, να φάνε, να χορέψουν, να τσακωθούν και να φύγουν θυμωμένοι αλλά ευτυχισμένοι, ενώ οι άλλοι λαοί της Ευρώπης μετά τα 18α γενέθλια στέλνουν κάρτες ο ένας στον άλλον, αλλά για τρία πράγματα είμαι βέβαιη:
1ον) Δεν παρατάς ποτέ τη οικογένεια. Ποτέ λέμε. Δε θα ακούσεις ποτέ Ελληνα γονιό να πας να ζητήσεις βοήθεια και να μη στη δώσει. Θα μουρμουρίσει, θα σου δώσει μαζί με τη βοήθεια και 100 άσχετες συμβουλές αλλά πάντα θα βρει τρόπο να βοηθήσει. Κι ας είναι το παιδί 60 χρονών κι ο γονιός 80. Θα στερηθεί ο ίδιος αλλά θα βοηθήσει. Και δεν το θεωρεί καν βοήθεια. Δεν το υπολογίζει. Εξω κάτι τέτοιο είναι κάτι σαν δανεικά. Κι αν αποφασίσουν να στα δώσουν τα περιμένουν πίσω με τόκο. Αλλά στην Ελλάδα δεν παύεις ποτέ να είσαι γονιός και υπεύθυνος για τα παιδιά σου...
2ον) Τα παιδιά μας, εμείς τα βάζουμε μπροστά μας για να τα βλέπουμε. Αν είναι μικρά για να τα προσέχουμε, αν είναι μεγάλα για να τα καμαρώνουμε.
3ον) Τα παιδιά μου δεν πρόκειται ποτέ να ακούσουν από μένα "γιατί έτσι το λέω εγώ!" κιεύχομαι να ρωτάνε πάντα "γιατί". Σε όλα.
Και τέρμα τα Ευρωπαϊκά πειράματα. Πάω να πάρω τη μάνα μου να της πω τι έπαθα.
Αννυ Λιγνού
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Μπορείτε ελεύθερα να γράφετε τα σχόλιά σας, αρκεί να μην περιέχουν υβριστικές λέξεις, η προσβολές για οποιονδήποτε. κακόβουλα σχόλια θα διαγράφονται μαζί με τον συγγραφέα τους.Ευχαριστώ.